υποκυφώνιον

υποκυφώνιον
τὸ, Α
μέρος τού ζυγού τής άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κύφων, -ωνος «ο κυρτός ζυγός τού αρότρου» (πρβλ. κύφωνες, οἱ «οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑποκυφώνια — ὑποκυφώνιον part of a chariot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”